μουσοποιός

μουσοποιός
μουσοποιός, -όν (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοποιός
μελοποιός, λυρικός ποιητής
2. αυτός που υμνεί με την ποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουσοποιός — making poetry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • μουσοποιώ — μουσοποιῶ, έω (Α) [μουσοποιός] 1. μελοποιώ 2. εξυμνώ με την ποίηση …   Dictionary of Greek

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

  • μουσοποιοῦ — μουσοποιέω write poetry pres imperat mp 2nd sg (attic) μουσοποιέω write poetry imperf ind mp 2nd sg (attic) μουσοποιός making poetry masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσοποιῶν — μουσοποιέω write poetry pres part act masc nom sg (attic epic doric) μουσοποιός making poetry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”